- κατακάλυψις
- κατακάλυψις, εως, ἡ (s. prec. entry; Περὶ ὕψους 17, 3; Galen XIII 99 K.; XIX 445; Proclus, In Pla., Tim. III p. 149, 17 Diehl) covering ἐν μίτρᾳ ἦν ἡ κ. αὐτῆς her head was covered with a snood Hv 4, 2, 1.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.